στειρολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στειρολόγημα < στειρολογ(ώ) + -ημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
στειρολόγημα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στειρολόγημα
|