Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στειροβότανο τα στειροβότανα
      γενική του στειροβότανου των στειροβότανων
    αιτιατική το στειροβότανο τα στειροβότανα
     κλητική στειροβότανο στειροβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στειροβότανο < στείρος + -ο- + βοτάνι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στειροβότανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία