Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεινότης < ιωνικός τύπος της λέξης στενότης < στεινός < στείνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεινότης θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Δείτε επίσης: στενότης