Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεγνά < στεγν(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈɣna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐γνά
παρώνυμο: στυγνά

  Επίρρημα επεξεργασία

στεγνά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεγνά ουδέτερο στον πληθυντικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στεγνά