στεαρίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεαρίνη (μαρτυρείται από το 1849)[1]< στέαρ + -ίνη, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stéarine)
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεαρίνη θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του στεατίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεαρίνη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου