σταυροκοπηθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σταυροκοπηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταυροκοπιέμαι
- θα σταυροκοπηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταυροκοπιέμαι