σταυροδρόμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυροδρόμι ουδέτερο
- το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι
- το σημείο στο οποίο συναντιούνται δύο ρεύματα, τάσεις, πολιτισμοί κλπ
- (μεταφορικά) το κρίσιμο σημείο μιας πορείας, εκεί που κάποιος πρέπει να αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθήσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυροδρόμι