σταυραϊτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυραϊτός αρσενικό
- (πτηνό) είδος αετού
- άλλες μορφές: σταυραετός
- (προσφώνηση, ιστορία, λαϊκό) τιμητική προσφώνηση ανένταχτων οπλαρχηγών, καπεταναίων, κλεφτών και αρματολών επί τουρκοκρατίας και ειδικότερα κατά την ελληνική επανάσταση του 1821
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυραϊτός
|