Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στέφανος οι στέφανοι
      γενική του στεφάνου των στεφάνων
    αιτιατική τον στέφανο τους στεφάνους
     κλητική στέφανε στέφανοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέφανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέφανος. Συγκρίνετε με το στέφανο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέφανος αρσενικό

  1. στεφάνι
  2. άυλη τιμητική επιβράβευση

Σύνθετα επεξεργασία

στεφάνι, -στέφανο

-στέφανος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέφανος < στέφ(ω) + -ανος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέφανος αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «στεφάνη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία