Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στένσιλ (el) ουδέτερο άκλιτο, ενικός
στένσιλ και στένσιλς πληθυντικός

  • διάτρητος οδηγός αποτύπωσης