Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈste.ɣa.stɾa/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στέγαστρα ουδέτερο