Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σπόριασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σποριάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σποριάζω