Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπόριασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σπόριασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σποριάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σποριάζω