Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπουδαιότης αἱ σπουδαιότητες
      γενική τῆς σπουδαιότητος τῶν σπουδαιοτήτων
      δοτική τῇ σπουδαιότητ ταῖς σπουδαιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σπουδαιότητ τὰς σπουδαιότητᾰς
     κλητική ! σπουδαιότης σπουδαιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπουδαιότητε
γεν-δοτ τοῖν  σπουδαιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπουδαιότης < σπουδαῖο(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπουδαιότης, -ητος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία