σπουδαιολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπουδαιολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπουδαιολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε σπουδαί(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπουδαιολογία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπουδαιολογία
|