Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σποριάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σποριάζω
  2. θα σποριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σποριάζω