Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σποραδικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σποραδικῶς < αρχαία ελληνική σποραδικός. Συγχρονικά αναλύεται σε σποραδικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

σποραδικώς

  Πηγές επεξεργασία

  • σποραδικός (& σποραδικά, -ώς [1843]) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)