σπληνίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπληνίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπληνῖτις (σε επιθετική χρήση) < αρχαία ελληνική σπλήν + -ῖτις > -ίτιδα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spliˈni.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπλη‐νί‐τι‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπληνίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπληνίτιδα
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σπληνίτιδα θηλυκό