σπλήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπλήνωση | οι | σπληνώσεις |
γενική | της | σπλήνωσης* | των | σπληνώσεων |
αιτιατική | τη | σπλήνωση | τις | σπληνώσεις |
κλητική | σπλήνωση | σπληνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπληνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπλήνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπλήνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπλήνωση
|