σπιροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιροσκόπιο | τα | σπιροσκόπια |
γενική | του | σπιροσκόπιου & σπιροσκοπίου |
των | σπιροσκόπιων & σπιροσκοπίων |
αιτιατική | το | σπιροσκόπιο | τα | σπιροσκόπια |
κλητική | σπιροσκόπιο | σπιροσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπιροσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπιροσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπιροσκόπιο
|