Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σπινθηρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σπινθηρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπινθηρίζω
  3. θα σπινθηρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπινθηρίζω