Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπετσαρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σπετσαρί
α
οι
σπετσαρί
ες
γενική
της
σπετσαρί
ας
των
σπετσαρι
ών
αιτιατική
τη
σπετσαρί
α
τις
σπετσαρί
ες
κλητική
σπετσαρί
α
σπετσαρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπετσαρία
<
ιταλική
spezieria
<
spezia
+
-eria
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπετσαρία
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
φαρμακείο
Συγγενικά
επεξεργασία
σπετσιέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπετσαρία
μαλτέζικα
:
spizerija
(mt)