σπερμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερμολογία < (ελληνιστική κοινή) σπερμολογία < σπερμολόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπερμολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σπερμολόγος, σπέρνω και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερμολογία
|