σπερματόρροια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερματόρροια < σπερματ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπερματόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή σπέρματος ή εκκρίσεων του προστάτη από την ουρήθρα χωρίς να προηγηθεί σεξουαλικός ερεθισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερματόρροια
|