Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπερματεγχύτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σπερματεγχύτ
ης
οι
σπερματεγχύτ
ες
γενική
του
σπερματεγχύτ
η
των
σπερματεγχυτ
ών
αιτιατική
τον
σπερματεγχύτ
η
τους
σπερματεγχύτ
ες
κλητική
σπερματεγχύτ
η
σπερματεγχύτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπερματεγχύτης
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπερματεγχύτης
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπερματεγχύτης