σπεκουλάτσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπεκουλάτσια < λατινική speculatio
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπεκουλάτσια θηλυκό
- η κερδοσκοπία
- αβάσιμη θεωρία, ιδέα, όνειρο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπεκουλάτσια
|