σπαταλεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαταλεύω < σπαταλώ < ελληνιστική κοινή σπαταλάω / σπαταλῶ < σπατάλη
Ρήμα επεξεργασία
σπαταλεύω
- άλλη μορφή του σπαταλώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπαταλεύω
|