Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρουπο τα σούρουπα
      γενική του σούρουπου των σούρουπων
    αιτιατική το σούρουπο τα σούρουπα
     κλητική σούρουπο σούρουπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούρουπο < σουρουπώνει + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούρουπο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία