σουραύλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουραύλι | τα | σουραύλια |
γενική | του | σουραυλιού | των | σουραυλιών |
αιτιατική | το | σουραύλι | τα | σουραύλια |
κλητική | σουραύλι | σουραύλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουραύλι < μεσαιωνική ελληνική σουραύλιον < αρχαία ελληνική σῦριγξ + αὐλός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουραύλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό όργανο, είδος λεπτής φλογέρας, αλλά με κομμένο στόμιο, μικρός ποιμενικός αυλός
- (μεταφορικά) (σε διαλέκτους) κυλινδρικό και μακρόστενο αντικείμενο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουραύλι
|