σουβάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουβάλα | οι | σουβάλες |
γενική | της | σουβάλας | — | |
αιτιατική | τη | σουβάλα | τις | σουβάλες |
κλητική | σουβάλα | σουβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουβάλα < σλαβικής προέλευσης sŭvala[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐βά‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουβάλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) φυσικός λάκκος ή ταμιευτήρας με νερό
Συγγενικά επεξεργασία
τοπωνύμια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουβάλα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.