Δείτε επίσης: σμήνος, Σμῆνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σμῆνος τὰ σμήνη - σμήνε
      γενική τοῦ σμήνους - σμήνεος τῶν σμηνῶν - σμηνέων
      δοτική τῷ σμήνει - σμήνεῐ̈ τοῖς σμήνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σμῆνος τὰ σμήνη - σμήνεα
     κλητική ! σμῆνος σμήνη - σμήνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμήνει - σμήνεε
γεν-δοτ τοῖν  σμηνοῖν - σμηνέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμῆνος, ήδη στον Ησίοδο < αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν μάλλον σμήνος μελισσών και όχι κυψέλη.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμῆνος, -εος/-ους ουδέτερο

  1. κυψέλη μελισσών
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 594 (594-595)
    ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι | κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων·
    Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες | τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 7.33
    Ὅτι, ἔφην ἐγώ, ἐκείνη γε ἐν τῷ σμήνει μένουσα οὐκ ἐᾷ ἀργοὺς τὰς μελίττας εἶναι, ἀλλ᾽ ἃς μὲν δεῖ ἔξω ἐργάζεσθαι ἐκπέμπει ἐπὶ τὸ ἔργον, καὶ ἃ ἂν αὐτῶν ἑκάστη εἰσφέρῃ οἶδέ τε καὶ δέχεται, καὶ σῴζει ταῦτα ἔστ᾽ ἂν δέῃ χρῆσθαι.
    Της είπα εγώ πως ”εκείνη βέβαια παραμένει μέσα στην κυψέλη και δεν επιτρέπει στις μέλισσες να τεμπελιάζουν, αλλά στέλνει στις εργασίες τους όσες μέλισσες πρέπει να εργάζονται έξω από την κυψέλη, και επιπλέον ελέγχει και παραλαμβάνει όσα η καθεμιά απ᾽ αυτές φέρνει μέσα στην κυψέλη και τα διατηρεί ώσπου να χρησιμοποιηθούν.
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. σμήνος μελισσών
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 520b (520b-520c)
    ὑμᾶς δ᾽ ἡμεῖς ὑμῖν τε αὐτοῖς τῇ τε ἄλλῃ πόλει ὥσπερ ἐν σμήνεσιν ἡγεμόνας τε καὶ βασιλέας ἐγεννήσαμεν, ἄμεινόν τε καὶ τελεώτερον ἐκείνων πεπαιδευμένους καὶ μᾶλλον δυνατοὺς ἀμφοτέρων μετέχειν.
    εσάς όμως σας εγεννήσαμε εμείς και για το δικό σας και για της άλλης πολιτείας το συμφέρον, σα βασιλείς και ηγεμόνες μέσα στο σμάρι των μελισσιών, καλύτερα και τελειότερα μορφωμένους από τους άλλους, για να μπορείτε να παίρνετε μέρος και στα δυο.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  3. (γενικότερα, μεταφορικά) (για σύννεφα, ηδονές, αρετές, νεκρούς, κ.ά.) μεγάλο πλήθος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 297 (296-297)
    [ΣΩΚ.] οὐ μὴ σκώψεις μηδὲ ποήσεις ἅπερ οἱ τρυγοδαίμονες οὗτοι, | ἀλλ᾽ εὐφήμει· μέγα γάρ τι θεῶν κινεῖται σμῆνος ἀοιδαῖς.
    [ΣΩΚ.] Άσ᾽ τ᾽ αστεία και μην κάνεις αυτά που ποιητές κωμικοί κακομοίρηδες κάνουν· | σιγή κράτα ιερή· γιατί, νά, ένα τρανό σμάρι θεών τραγουδώντας σαλεύει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 9, 574d
    Τί δ᾽, ὅταν δὴ τὰ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐπιλείπῃ τὸν τοιοῦτον, πολὺ δὲ ἤδη συνειλεγμένον ἐν αὐτῷ ᾖ τὸ τῶν ἡδονῶν σμῆνος, οὐ πρῶτον μὲν οἰκίας τινὸς ἐφάψεται τοίχου ἤ τινος ὀψὲ νύκτωρ ἰόντος τοῦ ἱματίου, μετὰ δὲ ταῦτα ἱερόν τι νεωκορήσει;
    Τί δε; όταν τελειώσουν πια ό,τι είχαν και δεν είχαν οι γονείς του, και πολλαπλασιαστεί μέσα στην καρδιά του το σμήνος των ηδονών, τότε δεν θα τολμήσει πρώτα να τρυπήσει τον τοίχο κανενός σπιτιού ή ν᾽ αδειάσει την τσέπη κανενός νυκτερινού διαβάτη, έπειτα ν᾽ απογυμνώσει και κανέναν ναό;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v.- σμῆνος σελ. 1367 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία