σμυριδόσκαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμυριδόσκαλα θηλυκό
- λιμενική εγκατάσταση φορτοεκφόρτωσης σμύριδας ανεξάρτητα βαθμού σχετικής υποδομής και ιδιαίτερων ευκολιών
Συνώνυμα επεξεργασία
- σταθμός φόρτωσης σμύριδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμυριδόσκαλα
|