Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμυριδόσκαλα οι σμυριδόσκαλες
      γενική της σμυριδόσκαλας των σμυριδόσκαλων
    αιτιατική τη σμυριδόσκαλα τις σμυριδόσκαλες
     κλητική σμυριδόσκαλα σμυριδόσκαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμυριδόσκαλα < σμύριδ(α) + -ό- + σκάλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμυριδόσκαλα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • σταθμός φόρτωσης σμύριδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία