Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμπαραλιάζω < σμπαράλ(ια) + -ιάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zba.ɾaˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμπα‐ρα‐λιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σμπαραλιάζω, αόρ.: σμπαράλιασα, π.αόρ.: σμπαραλιάστηκα, μτχ.π.π.: σμπαραλιασμένος

  1. κομματιάζω, θρυμματίζω
  2. (οικείο) δημιουργώ ψυχική ή σωματική κούραση σε έναν άνθρωπο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία