σμεουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμεουριά | οι | σμεουριές |
γενική | της | σμεουριάς | των | σμεουριών |
αιτιατική | τη | σμεουριά | τις | σμεουριές |
κλητική | σμεουριά | σμεουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμεουριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμεουριά θηλυκό
- (φυτό) αγκαθωτός θάμνος (λατινικό όνομα Rubus idaeus) με ωοειδή ή λογχοειδή οδοντωτά φύλλα και μικρά λευκά άνθη με πέντε πέταλα· παράγει μικρούς κόκκινους εδώδιμους καρπούς (σμέουρα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμεουριά
|