Δείτε επίσης: Σμύρνη, στέρνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμέρνα οι σμέρνες
      γενική της σμέρνας των σμερνών
    αιτιατική τη σμέρνα τις σμέρνες
     κλητική σμέρνα σμέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια σμέρνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμέρνα < αρχαία ελληνική σμύραινα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzmeɾ.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμέρ‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμέρνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία