Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόρσο < ιταλική scorso (τελευταίος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόρσο ουδέτερο

  1. (κυπριακά) το ταρακούνημα
  2. (κυπριακά) η κούραση, π.χ. δουλειά με πολύ σκόρσο

  Μεταφράσεις επεξεργασία