σκόντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκόντο | τα | σκόντα |
γενική | του | σκόντου | των | σκόντων |
αιτιατική | το | σκόντο | τα | σκόντα |
κλητική | σκόντο | σκόντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκόντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sconto < s- + conto < δημώδης λατινική *contu(s), *comptu(s) < λατινική computus < computo < con- + puto < putus < πρωτοϊταλική *putós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- (καθαρίζω, εξαγνίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκόντο ουδέτερο
- (μιλώντας για την τιμή ενός εμπορεύματος) η έκπτωση
Άλλες μορφές επεξεργασία
- (σπάνιο) (παρωχημένο) σκόντος (αρσενικό)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κομπιούτερ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκόντο
→ δείτε τη λέξη έκπτωση |