Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sci.lo.kaˈvɣa.ðes/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σκυλοκαβγάδες αρσενικό