σκουτάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουτάρι | τα | σκουτάρια |
γενική | του | σκουταριού | των | σκουταριών |
αιτιατική | το | σκουτάρι | τα | σκουτάρια |
κλητική | σκουτάρι | σκουτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουτάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκουτ(άριν) + -άρι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skuˈta.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐τά‐ρι
- τονικό παρώνυμο: Σκούταρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουτάρι ουδέτερο
- (οπλισμός, ιστορία, λογοτεχνικό) η ασπίδα στη βυζαντινή περίοδο
Συγγενικά επεξεργασία
- Σκούταρι (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκουτάρι
|
Πηγές επεξεργασία
- σκουτάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκουτάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)