Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτεινάδα οι σκοτεινάδες
      γενική της σκοτεινάδας
    αιτιατική τη σκοτεινάδα τις σκοτεινάδες
     κλητική σκοτεινάδα σκοτεινάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοτεινάδα < σκοτεινός + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοτεινάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία