σκοταδερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοταδερά < σκοταδερ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.ta.ðeˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τα‐δε‐ρά
Επίρρημα επεξεργασία
σκοταδερά (τροπικό επίρρημα)
- χώρος που είναι σκοταδερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοταδερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκοταδερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκοταδερό