σκορπιστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορπιστά < σκορπιστός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
σκορπιστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκορπιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκορπιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκορπιστό