Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορδοστούμπι τα σκορδοστούμπια
      γενική του σκορδοστουμπιού των σκορδοστουμπιών
    αιτιατική το σκορδοστούμπι τα σκορδοστούμπια
     κλητική σκορδοστούμπι σκορδοστούμπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορδοστούμπι < σκόρδο + -ο- + στουμπώ +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκορδοστούμπι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) υγρό μείγμα από ξίδι και σκόρδο, που μπορεί να περιέχει και άλλα μυρωδικά, το οποίο χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα
     συνώνυμα: σκορδόξιδο
  2. (γαστρονομία) φαγητό που περιέχει κρέας και σκόρδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία