Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοποθεσία οι σκοποθεσίες
      γενική της σκοποθεσίας των σκοποθεσιών
    αιτιατική τη σκοποθεσία τις σκοποθεσίες
     κλητική σκοποθεσία σκοποθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοποθεσία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοποθεσία θηλυκό

  • η στοχοθεσία, το να βάζει κάποιος στόχους προς επίτευξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία