Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοπάνθρωπος οι σκοπάνθρωποι
      γενική του σκοπανθρώπου των σκοπανθρώπων
    αιτιατική τον σκοπάνθρωπο τους σκοπανθρώπους
     κλητική σκοπάνθρωπε σκοπάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοπάνθρωπος < σκοπιά με αποβολή του < ι > + άνθρωπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοπάνθρωπος αρσενικό