σκοπάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοπάνθρωπος αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο σκοπός, αυτός που φυλάει σκοπιά (συνήθως ιδιαίτερα συχνά)
- ↪ Εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι σκοπάνθρωπος!
σκοπάνθρωπος αρσενικό