σκιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκιασμός | οι | σκιασμοί |
γενική | του | σκιασμού | των | σκιασμών |
αιτιατική | τον | σκιασμό | τους | σκιασμούς |
κλητική | σκιασμέ | σκιασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκιασμός < ελληνιστική κοινή σκιασμός < αρχαία ελληνική σκιάζω < σκιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκιασμός αρσενικό