Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιαγραφικό τα σκιαγραφικά
      γενική του σκιαγραφικού των σκιαγραφικών
    αιτιατική το σκιαγραφικό τα σκιαγραφικά
     κλητική σκιαγραφικό σκιαγραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιαγραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαγραφικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιαγραφικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σκιαγραφικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκιαγραφικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός