Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιάχτρο τα σκιάχτρα
      γενική του σκιάχτρου των σκιάχτρων
    αιτιατική το σκιάχτρο τα σκιάχτρα
     κλητική σκιάχτρο σκιάχτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκιάχτρα σε αγρό

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιάχτρο < σκιάζω, με θέμα σκιακ- + -τρο με ανόμοιο τρόπο άρθρωσης /kt/ > /xt/[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsca.xtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκιά‐χτρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιάχτρο ουδέτερο

  1. ομοίωμα ανθρώπου με τρομακτικά χαρακτηριστικά για να απωθεί τα πτηνά από τις καλλιέργειες
  2. (μεταφορικά) ο πολύ αδύνατος και ασθενικός άνθρωπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία