σκευάμαξα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκευάμαξα < σκεύ(ος) + άμαξα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκευάμαξα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκευάμαξα
|
σκευάμαξα θηλυκό
|