σκερβελές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκερβελές < (πιθανόν) γαλλική écervelé (Ευάγγελος Ζάχος Παπαζαχαρίου, Το λεξικό της πιάτσας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκερβελές αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκερβελές
|
σκερβελές αρσενικό
|