σκαριφώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαριφώ < ελληνιστική κοινή σκαριφάω / σκαριφῶ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ska.ɾiˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐ρι‐φώ
Ρήμα επεξεργασία
σκαριφώ, πρτ.: σκαριφούσα, αόρ.: σκαρίφησα/σκαρίφισα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)